σειραγωγεύς

σειραγωγεύς
σειρ-ᾰγωγεύς, έως, ,
A cord for leading (cf. ῥυταγωγεύς), Poll.1.216.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σειραγωγεύς — cord for leading masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειραγωγέας — ο / σειραγωγεύς, έως, ΝΑ σχοινί με το οποίο οδηγεί κανείς ζώο, καπίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + ἀγωγεύς «ιμάντας» < ἀγωγός (πρβλ. ρυτ αγωγεύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”